Είχαμε στο στρατό έναν δόκιμο, τον Γιάννη. Ήταν
μικρός, 19 ετών. Ο πατέρας του, πιστεύοντας ότι θα του εξασφαλίσει
καλύτερη θητεία έβαλε λυτούς και δεμένους να γίνει αξιωματικός. Να
βγαίνει έξω τα μεσημέρια, να πληρώνεται και να «διοικεί» τους άλλους.
Στη μονάδα, στην Παγανή (Μυτιλήνη), με το ζόρι μπόρεσε να αντέξει τρεις μήνες. Ήταν αδύνατο να αναλάβει οποιαδήποτε ευθύνη. Ό,τι και να του ανέθεταν το έκανε λάθος. Ώσπου μια μέρα, ξέχασε ανοιχτή και την αποθήκη των πυρομαχικών, με κίνδυνο να....
περάσει στρατοδικείο.
Είδε κι απόειδε ο διοικητής και μας τον έστειλε στο φυλάκιο για να ξεμπερδέψει. Ήμασταν λίγοι και τον προσέχαμε, μολονότι, λόγω αξιώματος, αυτός ήταν ο «αρχηγός». Κι εδώ όμως, δεν άντεξε πολύ. Ένα πρωί που ξυπνήσαμε, ο Γιάννης έλειπε όπως και το όπλο του. Τον ψάχναμε, πανικόβλητοι για τρεις ώρες στο δάσος και τελικά τον βρήκαμε να κλαίει κάτω από ένα δέντρο. Μετά από λίγες μέρες, πήρε μετάθεση για Αθήνα.
Η περίπτωση του Γιάννη είναι απ΄αυτές που σου μένουν για όλη σου τη ζωή. Κάθε φορά που βλέπω ανθρώπους να βασανίζονται σε μία ευθύνη, αυτόν σκέφτομαι.
Έτσι και με τα σχολεία. Πόσοι και πόσοι «καλοί άνθρωποι» δεν αναλαμβάνουν θέσεις στις οποίες δεν μπορούν να ανταποκριθούν! Ποιοι γίνονται διευθυντές στα σχολεία; Πώς μοριοδοτούνται; Μέχρι το 2010, τα χρόνια προϋπηρεσίας ήταν το βασικότερο κριτήριο. Από τότε, κάτι άλλαξε η Διαμαντοπούλου, αλλά δεν νομίζω ότι είναι αρκετό. Γιατί, ας είμαστε σοβαροί, τι ρόλο μπορεί να παίζει το μεταπτυχιακό, οι περισσότερες επιδόσεις στο γνωστικό αντικείμενο και μια πρόχειρη γραπτή συνέντευξη, στην ικανότητα της διοίκησης;
Πολλοί από αυτούς τους ανθρώπους βασανίζονται στην προσπάθεια τους να τα καταφέρουν. Γυρίζουν σπίτι τους και κλαίνε. Έχουν χάσει τον ύπνο τους και από φόβο και ντροπή δεν παραιτούνται. Γιατί όμως το επέλεξαν; Γιατί έκαναν αίτηση να γίνουν διευθυντές; Προφανώς από ανωριμότητα, από φυγοπονία για λιγότερες ώρες μάθημα, ή από ματαιοδοξία. Και τι κατάφεραν; Nα εγκλωβιστούν σε έναν φαύλο κύκλο αδυναμίας και άγχους, μέσα στις τόσες ευθύνες που έχει ένα σχολείο.
Δυστυχώς η κοινωνία μας είναι γεμάτη από ανθρώπους που δεν γνωρίζουν τον εαυτό τους. Από τη μια, λειτουργούμε μέσα σε συστήματα υποκρισίας και «χριστιανικής» φαντασίωσης (όλοι οι άνθρωποι είμαστε «καλοί»…), και από την άλλη δεν επεμβαίνει σχεδόν ποτέ, η θεσμική αξιολόγηση για να μας βάλει στη θέση μας. Αυτό συμβαίνει σε τόσα σχολεία, όπου οι διοικήσεις τους ασκούνται από ανεπαρκείς ανθρώπους, χωρίς πυγμή, δυναμισμό, συλλογική ευθύνη, συνείδηση της θέσης τους και χωρίς οξυδέρκεια στην ιεράρχηση των προβλημάτων.
Όλοι αυτοί αντιμετωπίζονται από τη σχολική κοινότητα ως «αναγκαίο κακό» ή με «συμπάθεια» και «οίκτο». Το αποτέλεσμα είναι το μπάχαλο και η διάλυση. Στο σύλλογο των καθηγητών, μέσα στις τάξεις και στις αντιδράσεις των γονέων. Για τους ίδιους, όμως, είναι η χειρότερη δοκιμασία. Βασανίζονται, μη μπορώντας να ανταπεξέλθουν στις ευθύνες τους, όπως και τόσοι άλλοι κατά λάθος «υπόχρεοι» αξιωμάτων, σ΄αυτή τη χώρα της φαντασίωσης και των ψωνισμένων ανθρώπων. Κι όλα αυτά γιατί μεγαλώνουμε όλοι με τη μεγάλη επίφαση της «αθωότητας», πιστεύοντας πάντα ότι είναι το μεγαλύτερο χάρισμα για τον άνθρωπο ακόμα κι αν αναγκαστούμε να θυσιάσουμε την ικανότητα.
Τον Γιάννη τον είδα μετά από πολλά χρόνια, ένα κρύο απόγευμα, να περπατάει μόνος του στην παραλία. Δεν βρήκα τη δύναμη να του μιλήσω κι ας τον έχω τόσο συχνά στο μυαλό μου, βλέποντας τόσους βασανισμένους ανθρώπους σε ανάξιες θέσεις.
Στη μονάδα, στην Παγανή (Μυτιλήνη), με το ζόρι μπόρεσε να αντέξει τρεις μήνες. Ήταν αδύνατο να αναλάβει οποιαδήποτε ευθύνη. Ό,τι και να του ανέθεταν το έκανε λάθος. Ώσπου μια μέρα, ξέχασε ανοιχτή και την αποθήκη των πυρομαχικών, με κίνδυνο να....
περάσει στρατοδικείο.
Είδε κι απόειδε ο διοικητής και μας τον έστειλε στο φυλάκιο για να ξεμπερδέψει. Ήμασταν λίγοι και τον προσέχαμε, μολονότι, λόγω αξιώματος, αυτός ήταν ο «αρχηγός». Κι εδώ όμως, δεν άντεξε πολύ. Ένα πρωί που ξυπνήσαμε, ο Γιάννης έλειπε όπως και το όπλο του. Τον ψάχναμε, πανικόβλητοι για τρεις ώρες στο δάσος και τελικά τον βρήκαμε να κλαίει κάτω από ένα δέντρο. Μετά από λίγες μέρες, πήρε μετάθεση για Αθήνα.
Η περίπτωση του Γιάννη είναι απ΄αυτές που σου μένουν για όλη σου τη ζωή. Κάθε φορά που βλέπω ανθρώπους να βασανίζονται σε μία ευθύνη, αυτόν σκέφτομαι.
Έτσι και με τα σχολεία. Πόσοι και πόσοι «καλοί άνθρωποι» δεν αναλαμβάνουν θέσεις στις οποίες δεν μπορούν να ανταποκριθούν! Ποιοι γίνονται διευθυντές στα σχολεία; Πώς μοριοδοτούνται; Μέχρι το 2010, τα χρόνια προϋπηρεσίας ήταν το βασικότερο κριτήριο. Από τότε, κάτι άλλαξε η Διαμαντοπούλου, αλλά δεν νομίζω ότι είναι αρκετό. Γιατί, ας είμαστε σοβαροί, τι ρόλο μπορεί να παίζει το μεταπτυχιακό, οι περισσότερες επιδόσεις στο γνωστικό αντικείμενο και μια πρόχειρη γραπτή συνέντευξη, στην ικανότητα της διοίκησης;
Πολλοί από αυτούς τους ανθρώπους βασανίζονται στην προσπάθεια τους να τα καταφέρουν. Γυρίζουν σπίτι τους και κλαίνε. Έχουν χάσει τον ύπνο τους και από φόβο και ντροπή δεν παραιτούνται. Γιατί όμως το επέλεξαν; Γιατί έκαναν αίτηση να γίνουν διευθυντές; Προφανώς από ανωριμότητα, από φυγοπονία για λιγότερες ώρες μάθημα, ή από ματαιοδοξία. Και τι κατάφεραν; Nα εγκλωβιστούν σε έναν φαύλο κύκλο αδυναμίας και άγχους, μέσα στις τόσες ευθύνες που έχει ένα σχολείο.
Δυστυχώς η κοινωνία μας είναι γεμάτη από ανθρώπους που δεν γνωρίζουν τον εαυτό τους. Από τη μια, λειτουργούμε μέσα σε συστήματα υποκρισίας και «χριστιανικής» φαντασίωσης (όλοι οι άνθρωποι είμαστε «καλοί»…), και από την άλλη δεν επεμβαίνει σχεδόν ποτέ, η θεσμική αξιολόγηση για να μας βάλει στη θέση μας. Αυτό συμβαίνει σε τόσα σχολεία, όπου οι διοικήσεις τους ασκούνται από ανεπαρκείς ανθρώπους, χωρίς πυγμή, δυναμισμό, συλλογική ευθύνη, συνείδηση της θέσης τους και χωρίς οξυδέρκεια στην ιεράρχηση των προβλημάτων.
Όλοι αυτοί αντιμετωπίζονται από τη σχολική κοινότητα ως «αναγκαίο κακό» ή με «συμπάθεια» και «οίκτο». Το αποτέλεσμα είναι το μπάχαλο και η διάλυση. Στο σύλλογο των καθηγητών, μέσα στις τάξεις και στις αντιδράσεις των γονέων. Για τους ίδιους, όμως, είναι η χειρότερη δοκιμασία. Βασανίζονται, μη μπορώντας να ανταπεξέλθουν στις ευθύνες τους, όπως και τόσοι άλλοι κατά λάθος «υπόχρεοι» αξιωμάτων, σ΄αυτή τη χώρα της φαντασίωσης και των ψωνισμένων ανθρώπων. Κι όλα αυτά γιατί μεγαλώνουμε όλοι με τη μεγάλη επίφαση της «αθωότητας», πιστεύοντας πάντα ότι είναι το μεγαλύτερο χάρισμα για τον άνθρωπο ακόμα κι αν αναγκαστούμε να θυσιάσουμε την ικανότητα.
Τον Γιάννη τον είδα μετά από πολλά χρόνια, ένα κρύο απόγευμα, να περπατάει μόνος του στην παραλία. Δεν βρήκα τη δύναμη να του μιλήσω κι ας τον έχω τόσο συχνά στο μυαλό μου, βλέποντας τόσους βασανισμένους ανθρώπους σε ανάξιες θέσεις.
ένα άρθρο των πρωταγωνιστών.
http://www.protagon.gr/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου